Η αναβλητικότητα αποτελεί ένα μοτίβο συμπεριφοράς, που σχετίζεται με την τακτική και συνειδητή μετάθεση, σε μελλοντικό χρόνο, εργασιών και δραστηριοτήτων, παρά τη γνώση πως η αναβολή αυτή, θα αποβεί μοιραία για το άτομο ως προς την απόδοσή του, αλλά και ως προς τα συναισθήματα, που θα βιώσει με αυτήν του, την καθυστέρηση. Συνιστά μια διαταραχή, που είναι συνυφασμένη με την αδράνεια και οφείλεται, συνήθως, είτε στην άγνοια του ατόμου ως προς την επιτέλεση των καθηκόντων του, είτε στην ευθυνοφοβία του να επωμισθεί την ευθύνη σε μια δύσκολη και κρίσιμη κατάσταση.
Μια διαταραχή, επίσης, η οποία πηγάζει από τον φόβο της αποτυχίας, που ενδέχεται να αποκαλύψει στο άτομο κάποια ανεπάρκεια του, αλλά ακόμα και από τον φόβο της επιτυχίας, καθώς η όποια επιτυχία θα έχει ως απόρροια την ανάθεση περισσοτέρων καθηκόντων, αλλά και τη δημιουργία υψηλότερων απαιτήσεων και προσδοκιών από τους ανώτερούς του.
Βέβαια, δεν πρέπει να παραλειφθεί πως η αναβλητική συμπεριφορά του ατόμου είναι άρρηκτα δεμένη με την έλλειψη κινήτρου για την επιτέλεση του καθήκοντος, που έχει αναλάβει, η οποία το ωθεί σε πρόσκαιρες ηδονές, αλλά και με την τελειομανία του, η οποία δεν του ‘επιτρέπει’ να ξεκινήσει, παρά μόνο όταν βρει την ‘κατάλληλη’ στιγμή!
Η αναβλητικότητα, όμως, μακροπρόθεσμα, επηρεάζει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της καθημερινότητας του ατόμου, δυσχεραίνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τις φιλικές, ερωτικές και επαγγελματικές του σχέσεις. Το άτομο αρχίζει να χάνει την αξιοπιστία του ως προς τους άλλους και κυρίως ως προς το ίδιο του τον εαυτό!
Η αναβλητικότητα, όμως, ούσα συνήθεια, μπορεί να τροποποιηθεί και να αλλάξει από το άτομο. Η αλλαγή, όμως, αυτή, μπορεί να επέλθει μόνο μέσω της θέσπισης και καταγραφής στόχων σε σημειωματάριο από το άτομο και φυσικά, μέσω της δράσης και της συνέπειας για την επιτυχή υλοποίηση των στόχων αυτών, στην οποία θα απουσιάζουν, φυσικά, κάθε είδους αντιπερισπασμοί.